- μεσοδρομίς
- και μισοδρομίς και μεσοδρομιάςεπίρρ.1. στο μέσο τής πορείας, στα μισά τού δρόμου, αλλ. μεσοστρατίς, μεσόδρομα2. στα κατάμεσα τού δρόμου, αλλ. μεσόστρατα («πετούν τα σκουπίδια τους μεσοδρομίς»)3. μτφ. στο μέσο χρονικού διαστήματος ή ενέργειας (α. «μεσοδρομίς κουράστηκε από τη ζωή του κι ας ήταν μόνο σαράντα ετών» β. «άρχιζε δουλειές, μα μεσοδρομίς τίς παρατούσε»)4. παροιμ. «που καβαλάει ξένο άλογο, μεσοδρομίς πεζεύει» — λέγεται για τους ανθρώπους που στηρίζονται μόνο σε ξένες δυνάμεις προκειμένου να εκτελέσουν κάποιο έργο, αλλά είναι αδύνατο να τό ολοκληρώσουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < φράση μέσα δρόμος + επιρρμ. κατάλ. -ίς (πρβλ. καταμεσ-ίς, ολοκυκτ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.